ηγησίπολις

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

ἡγησίπολις, -όλιδος, ὁ (Α)
ηγεμόνας, διοικητής πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήγησις (< ηγούμαι) + πόλις (πρβλ. ορθό-πολις, πρωτό-πολις)].