ηλεκτρόλυση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. χημ. χημική διεργασία κατά την οποία πραγματοποιείται διάσπαση μιας ουσίας με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος
2. ιατρ. φρ. «ηλεκτρόλυση, θεραπευτική» — μέθοδος που συνίσταται στην καταστροφή ανεπιθύμητων οργανικών ιστών με συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrolysis < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + -lysis (πρβλ. λύση). Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτρόλυσις μαρτυρείται απο το 1884 στον Τιμολέοντα Α. Αργυρόπουλο].