ηλιοθερής
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
ἡλιοθερής, -ές (Α)
αυτός που έχει θερμανθεί από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -θερής (< θέρω «θερμαίνω»), πρβλ. ειληθερής, κακοθερής].