ημιάζυγος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ανατ. φρ. «ημιάζυγος φλέβα» — δύο φλέβες του αριστερού ημιθωρακίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiazygos(vein) < hemi- (πρβλ. ημι-) + azygos (πρβλ. άζυγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου].