ησυχασμός

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

ο ησυχάζω·1. η κατάσταση της ησυχίας, ψυχική γαλήνη, ηρεμία, ησυχία
2. η αναχωρητική μοναστική τάση.