ησυχασμός

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

ο ησυχάζω·1. η κατάσταση της ησυχίας, ψυχική γαλήνη, ηρεμία, ησυχία
2. η αναχωρητική μοναστική τάση.