ηχολαλία
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
η
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής επαναλαμβάνει αυτόματα λέξεις ή φράσεις που προφέρονται από άλλο άτομο, αλλ. ηχοφρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. echolalia < echo- (πρβλ. ήχος) + -lalia (πρβλ. -λαλια < -λαλος < λάλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].