ηχόμετρο
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
το
(τεχν.) συσκευή με την οποία γίνεται η μέτρηση της στάθμης, πίεσης ή έντασης του ήχου στην περιοχή τών ακουστών συχνοτήτων και σύμφωνα με καθορισμένες κάθε φορά προδιαγραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometre < sono- < son «ήχος» + -metre (πρβλ. -μετρo < μέτρο). Η λ. στον λόγιο τ. ηχόμετρον μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].