ηὔλησα

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

French (Bailly abrégé)

v. αὐλέω.

Greek Monotonic

ηὔλησα: αόρ. αʹ του αὐλέω· ηὐλεῖτο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ.

Russian (Dvoretsky)

ηὔλησα: aor. к αὐλέω.