θαλασσοδομέτρης
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
θαλασσοδομέτρου, ὁ, ship's log, Tz.H.12.977.
German (Pape)
[Seite 1182] ὁ, Meer durchmessend, Tzetz.
Greek Monolingual
θαλασσοδομέτρης, ό (Μ)
δρομόμετρο πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + οδόμετρον).