θαπτέον
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
one must bury, τινα S.Aj.1140.
Greek (Liddell-Scott)
θαπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἑπομ., πρέπει τις νὰ θάψῃ, τινὰ Σοφ. Αἴ. 1119.
Greek Monotonic
θαπτέον: ρημ. επίθ., κάποιος πρέπει να θάψει, σε Σοφ.