θελξικάρδιος

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

German (Pape)

[Seite 1193] das Herz bezaubernd, besänftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θελξικάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν θέλγων, πραΰνων, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 7.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ θελξικάρδιος, -ον)
αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγκάρδιος, ταχυκάρδιος].