θελξικάρδιος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
German (Pape)
[Seite 1193] das Herz bezaubernd, besänftigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θελξικάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν θέλγων, πραΰνων, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 7.
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ θελξικάρδιος, -ον)
αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγκάρδιος, ταχυκάρδιος].