θεμάτιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of θέμα 1.5, Antig.Nic. ap. Heph.Astr.2.18.
German (Pape)
[Seite 1193] τό, dim. zu θέμα, bes. Constellation der Sterne, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θέμα 5, Τζέτζ.
Greek Monolingual
θεμάτιον, το (Α)
(υποκορ. του θέμα)
αστρολογικό μικρό ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, -τος + υποκορ. καταλ. -ιον (πρβλ. βιβλίον, κοράσιον)].