θεμίξενος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
θεμίξενον, just to strangers, ἀρετά Pi.Pae.6.131.
English (Slater)
θεμίξενος, -ον of just hospitality κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν. of Aigina (Pae. 6.131)
Greek Monolingual
θεμίξενος, -ον (Α)
ο δίκαιος προς τους ξένους («θεμίξενος ἀρετά», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + ξένος.