θερειγενής

From LSJ

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερειγενής Medium diacritics: θερειγενής Low diacritics: θερειγενής Capitals: ΘΕΡΕΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: thereigenḗs Transliteration B: thereigenēs Transliteration C: thereigenis Beta Code: qereigenh/s

English (LSJ)

θερειγενές,
A growing in summer, Nic.Th.601.
II hot, ὕδατα Nonn. D. 26.229.

German (Pape)

[Seite 1200] ές, im Sommer erzeugt, wachsend, Nic. Ther. 601; ὥρα, Sommerzeit, Nonn. D. 12, 344.

Greek (Liddell-Scott)

θερειγενής: -ές, αὐξανόμενος κατὰ τὸ θέρος, κύμινον Νικ. Θ. 601. ΙΙ. θερμός, ὕδατα Νόνν. Δ. 26. 229.

Greek Monolingual

θερειγενής, -ές (Α)
1. αυτός που φυτρώνει ή φουντώνει κατά το καλοκαίρι
2. θερμός («θερειγενή ὕδατα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -γενής (< γένος), πρβλ. εγγενής, συγγενής].