σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Full diacritics: θηγανίτης | Medium diacritics: θηγανίτης | Low diacritics: θηγανίτης | Capitals: ΘΗΓΑΝΙΤΗΣ |
Transliteration A: thēganítēs | Transliteration B: thēganitēs | Transliteration C: thiganitis | Beta Code: qhgani/ths |
[ῑ] λίθος, ὁ, a hard stone, used for whetstones, gen. θηγανείτα, IG14.317 (Therm. Himer.).
θηγᾰνίτης: λίθος, ὁ, σκληρὸς λίθος χρησιμεύων ὡς ἀκόνη, Συλλ. Ἐπιγρ. 5578.
θηγανίτης, ὁ (Α) θηγάνη
σκληρός λίθος που χρησιμεύει ως ακόνι.