ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
θηκαῖος, -ία, -ον (Α) θήκη1. φρ. «οἴκημα θηκαῖον» — οίκημα που μοιάζει με θήκη, με σαρκοφάγο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηκαῖονη θήκη.