θηκοφόρος

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηκοφόρος Medium diacritics: θηκοφόρος Low diacritics: θηκοφόρος Capitals: ΘΗΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thēkophóros Transliteration B: thēkophoros Transliteration C: thikoforos Beta Code: qhkofo/ros

English (LSJ)

ὁ,= cistophorus, ib.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

θηκοφόρος: -ον, «οἳ τὰς προτομὰς τῆς ἀρχῆς φέρουσιν» Ἰω. Λυδ. π. ἀρχ. τ. Ρωμ. πολ. Γ΄, 8. 21.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α θηκοφόρος, -ον)
1. ο κιστοφόρος
2. (για ζώα) αυτός που φέρει θήκη, κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδετικό φων. -ο- + -φορος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος τροχο-φόρος.