cistophorus

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Latin > English

cistophorus cistophori N M :: ceremonial casket-bearer; an Asiatic coin w/Dionysus as a ~ (worth 4 drachma)

Latin > English (Lewis & Short)

cistŏphŏrus: or -ŏs, i, m., = κιστοφόρος.
I The bearer of the sacred box, Inscr. Orell. 2318.—
II An Asiatic coin of the value of about four drachms, on which a cista was stamped, Cic. Att. 2, 6, 2; 2, 16, 4; 11, 1, 2; id. Dom. 20, 52.—Gen. plur. cistophorūm, Liv. 37, 46, 3; 39, 7, 1; Paul. ex Fest. p. 78.

Latin > German (Georges)

cistophorus, ī, m. (κιστοφόρος, Kistenträger), sc. nummus, eine asiatische Münze, ursprünglich vier Drachmen an Wert (vgl. jedoch Odfr. Müller Fest. 358), deren Type auf dem Avers die halbgeöffnete bacchische Cista war, aus der eine Schlange sich hervorwindet, innerhalb eines Efeukranzes, auf dem Revers der von zwei Schlangen gezogene Wagen der Ceres, oft kollekt., c. Pompeianus (aus des Pompejus asiat. Bergwerkskasse), Cic. ad Att. 2, 6, 2: in cistophoro in Asia habeo ad HS bis et vicies, an asiat. Münze habe ich usw., Cic. ad Att. 11, 1, 2: ut in Asia cistophorum flagitaret, Cic. de dom. 52: Genet. Plur. cistophorûm, Liv. 37, 46, 3; 37, 59, 4 H.; 39, 7, 1 H. Fest. 359 (a), 22.

Wikipedia EN

Cistophorus, Pergamum

The cistophorus (Ancient Greek: κιστοφόρος, kistophoros) was a coin of ancient Pergamum. It was introduced shortly before 190 B.C. at that city to provide the Attalid kingdom with a substitute for Seleucid coins and the tetradrachms of Philetairos. It also came to be used by a number of other cities that were under Attalid control. These cities included Alabanda and Kibyra. It continued to be minted and circulated by the Romans with different coin types and legends, but the same weight down to the time of Hadrian, long after the kingdom was bequeathed to Rome. It owes its name to a figure, on the obverse, of the sacred chest (Latin: cista) of Dionysus.

Wikipedia EL

Ο κιστοφόρος ήταν το κύριο εμπορικό νόμισμα της Δυτικής Μικράς Ασίας.

Εμφανίστηκε την εποχή των βασιλέων της Περγαμηνής δυναστείας και πήρε το όνομά του λόγω της απεικόνισης της ιερής βακχικής κίστης, κουτιού με ιερά φίδια. Πρωτοεμφανίστηκε στην Έφεσο λίγο πριν από το 200 π.Χ. και διαδόθηκε με ταχύ ρυθμό στις κτήσεις του Αττάλου Α' βασιλιά της Περγάμου, και έκτοτε ο κιστοφόρος έγινε πανασιατικό νόμισμα.

Κιστοφόροι είναι γνωστό ότι εκδόθηκαν σε ένδεκα περίπου νομισματοκοπεία της Μικράς Ασίας. Δηλαδή στην Πάρο, το Αδραμύττιο και την Πέργαμο της Μυσίας· στη Σμύρνη και την Έφεσο της Ιωνίας· στα Θυάτειρα, στις Σάρδεις, στις Τράλλεις και τη Νύση της Λυδίας· στην Απάμεια και τη Λαοδίκεια της Φρυγίας· τέλος στην Κρήτη.

Latin > Chinese

cistophorus, i. m. :: 帶籃者錢名