θηλυκώδης
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
θηλυκῶδες, of effeminate nature, Procl.Par.Ptol.265.
German (Pape)
[Seite 1207] ες, weiblich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυκώδης: -ες, θηλυπρεπὴς τὴν φύσιν, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 265.
Greek Monolingual
θηλυκώδης, -ες (Α) θηλυκός
θηλυπρεπής.