θηριάλωσις
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, capture of wild beasts, Sm.Ge.49.9.
German (Pape)
[Seite 1209] ἡ, Fang wilder Tiere, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
θηριάλωσις: -εως, ἡ, σύλληψις ἀγρίων θηρίων, Σύμμ. ἐν Γεν. ΜΘ΄, 9.
Greek Monolingual
θηριάλωσις, ἡ (Α)
η σύλληψη θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + άλωσις (< αλίσκομαι)].