Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
θηριοτροπία, ἡ (Μ) θηριοτρόποςθηριώδης τρόπος, θηριώδης διάθεση ή δράση.