θλιβός

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ θλιβός, -όν) θλίβω
(λαϊκ. και ποιητ. τ. θλιβερός), λυπημένος, γεμάτος θλίψη.