ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
-ή, -ό (Μ θλιβός, -όν) θλίβω(λαϊκ. και ποιητ. τ. θλιβερός), λυπημένος, γεμάτος θλίψη.