ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
-ή, -ό (Μ θλιβός, -όν) θλίβω(λαϊκ. και ποιητ. τ. θλιβερός), λυπημένος, γεμάτος θλίψη.