θλιβός

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ θλιβός, -όν) θλίβω
(λαϊκ. και ποιητ. τ. θλιβερός), λυπημένος, γεμάτος θλίψη.