νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
η θολός
1. θολότητα, θολούρα, έλλειψη διαύγειας ή διαφάνειας, απουσία λαμπρότητας ή καθαρότητας
2. μτφ. (για πρόσ.) ζάλη, σκοτούρα, θαμπωμάρα, θάμπωμα.