θρέπτα

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρέπτα Medium diacritics: θρέπτα Low diacritics: θρέπτα Capitals: ΘΡΕΠΤΑ
Transliteration A: thrépta Transliteration B: threpta Transliteration C: threpta Beta Code: qre/pta

English (LSJ)

v. θρέπτρα, τά.

Greek Monolingual

θρέπτα, τὰ (Α)
τα θρέπτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θρέπτρα, που προήλθε με ανομοίωση].