θρέπτρα

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρέπτρα Medium diacritics: θρέπτρα Low diacritics: θρέπτρα Capitals: ΘΡΕΠΤΡΑ
Transliteration A: thréptra Transliteration B: threptra Transliteration C: threptra Beta Code: qre/ptra

English (LSJ)

(A), τά,=
A θρεπτήριος 111.2, οὐδὲ τοκεῦσι θ. φίλοις ἀπέδωκε Il.4.478, 17.302; θρέπτα is dub. in Epigr.Gr.442.4 (ii A.D.), Q.S.11.89, Hsch.

(B), ἡ,= θρέπτειρα, a nurse, CIG(add.)4300d (Antiphellos).

German (Pape)

[Seite 1217] τά, = θρεπτήρια 1 b, Erziehungslohn, Il. 17. 303. 4, 478; Zenodot schrieb ohne ρ, θρέπτα oder θρεπτά, s. Scholl. Aristonic. – Auch sp. D., wie Qu. Sm. 11, 89.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. θρεπτήρια.

English (Autenrieth)

(=θρεπτήρια, τρέφω): return for rearing; οὐδὲ τοκεῦσιν θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκεν, ‘nor did he recompense his parents for their tender care’ (since his life was cut short), Il. 4.478 and Il. 17.302.

Greek Monolingual

(I)
θρέπτρα, ἡ (Α)
τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θρεπτήρ αντί θρέπτειρα].
(II)
θρέπτρα, τὰ (Α)
1. η αμοιβή που έδιναν οι γονείς για την ανατροφή τών παιδιών τους
2. η ανταμοιβή τών γονέων από τα παιδιά τους για την ανατροφή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. δίδακτρα, εύρετρα)].

Greek Monotonic

θρέπτρα: τά (τρέφω), οι ανταμοιβές που γίνονται από τα παιδιά προς στους γονείς για τη ανατροφή τους, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θρέπτρα: τά долг взрослых детей родителям, отплата за воспитание, т. е. содержание престарелых родителей (τοκεῦσιν θ. ἀποδιδόναι Hom.).

Middle Liddell

θρέπτρα, τά, τρέφω
the returns made by children to their parents for their rearing, Il.