θρονιστής
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
English (LSJ)
θρονιστοῦ, ὁ, enthroner, POxy.1380.251 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1220] ὁ, der auf den Thron Setzende, Synes. ep. 67.
Greek (Liddell-Scott)
θρονιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐνθρονίζων, Συνέσ. Ἐπιστ. 67.
Greek Monolingual
θρονιστής, ὁ (Α) θρονίζω
αυτός που ενθρονίζει, αυτός που εγκαθιστά κάποιον στον θρόνο.