θυγατροποιία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, adoption of a daughter, GDI3706 vi 61 (Cos):—written θῠγατρο-ποία, IG 12(1).818 (Rhodes).
Greek Monolingual
θυγατροποιΐα, ἡ (Α)
υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + -ποιία < -ποιός < ποιώ), πρβλ. οδοποιία, τεκνοποιία].