θυγατρόγαμος

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγατρόγᾰμος Medium diacritics: θυγατρόγαμος Low diacritics: θυγατρόγαμος Capitals: ΘΥΓΑΤΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: thygatrógamos Transliteration B: thygatrogamos Transliteration C: thygatrogamos Beta Code: qugatro/gamos

English (LSJ)

θυγατρόγαμον, married to one's own daughter, Nonn.D. 12.73.

German (Pape)

[Seite 1221] mit der Tochter verheirathet, γεννητήρ Nonn. D. 12, 74.

Greek (Liddell-Scott)

θῠγατρόγᾰμος: -ον, νυμφευθεὶς τὴν ἰδίαν του θυγατέρα, Νόνν. Δ. 12. 73.

Greek Monolingual

θυγατρόγαμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει παντρευτεί τη θυγατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρ-ός) + -γαμος (γάμος), πρβλ. εύγαμος, ηδύγαμος].