ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
η (Α θυμίασις) θυμιώθυμιάτισμα, λιβάνισμααρχ.αναθυμίαση, εξάτμιση («θυμιάσεων τῶν ἀπὸ τῆς γῆς», Πορφ.).