θυμόλη
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
Greek Monolingual
η
1. χημ. κυκλική οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία τών φαινολών και που απαντά στο θυμέλαιο και σε άλλα αιθέρια έλαια
2. φρ.(βιοχ.) «αντίδραση θυμόλης» — αντίδραση αστάθειας του ορού του αίματος στην παρουσία διαλύματος θυμόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ως προς το α' συνθετικό του ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thymol < thym- πρβλ. θύμον + -ol (< λατ. oleum «έλαιο»)].