θωός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Full diacritics: θωός | Medium diacritics: θωός | Low diacritics: θωός | Capitals: ΘΩΟΣ |
Transliteration A: thōós | Transliteration B: thōos | Transliteration C: thoos | Beta Code: qwo/s |
θωός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
ein Vogel, Hesych.