ιαμβύκη

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

ἰαμβύκη, ἡ (Α)
είδος μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος (πρβλ. σαμβύκη «μουσικό όργανο»)].