ἰαμβύκη

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβύκη Medium diacritics: ἰαμβύκη Low diacritics: ιαμβύκη Capitals: ΙΑΜΒΥΚΗ
Transliteration A: iambýkē Transliteration B: iambykē Transliteration C: iamvyki Beta Code: i)ambu/kh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, musical instrument, distinct from the σαμβύκη, acc. to Hsch., Eup.139, Phillisap.Ath.14.636b.

German (Pape)

[Seite 1233] ἡ, ein musikalisches Instrument, ἐν οἷς τοὺς ἰάμβους ᾖδον VLL.; neben anderen genannt bei Ath. XIV, 636 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβύκη: ἡ, μουσικὸν ὄργανον, πιθαν. διάφ. τοῦ σαμβύκη, Εὔπολις ἐν «Εἵλωσι» 3, Φίλλις παρ’ Ἀθην. 636Β. ῡ πιθαν., ἴδε σαμβύκη.

Greek Monolingual

ἰαμβύκη, ἡ (Α)
είδος μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος (πρβλ. σαμβύκη «μουσικό όργανο»)].