ιατροκαύτης

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

ἰατροκαύτης, ὁ (Α)
ειδικός γιατρός που εφάρμοζε στη θεραπεία πληγών ή ασθενειών τη μέθοδο της καυτηρίασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + καύτης (< καίω)].