ο (Α ἱεροφύλαξ και ποιητ. τ. ἱροφύλαξ)φύλακας του ναού, επιστάτης του ναούνεοελλ.ο φύλακας τών ιερών σκευών, ο φύλακας του ιεροφυλακίουαρχ.(στη Ρώμη) ο αρχιερέας (pontifex).