ιμερόπνους

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

ἱμερόπνους, -ουν (Α)
αυτός που εμπνέει τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -πνους (< -πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. ηδύπνους].