ιμερόπνους

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

ἱμερόπνους, -ουν (Α)
αυτός που εμπνέει τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -πνους (< -πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. ηδύπνους].