ἱμερόπνους

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερόπνους Medium diacritics: ἱμερόπνους Low diacritics: ιμερόπνους Capitals: ΙΜΕΡΟΠΝΟΥΣ
Transliteration A: himerópnous Transliteration B: himeropnous Transliteration C: imeropnous Beta Code: i(mero/pnous

English (LSJ)

πνουν, breathing sweetness, BMus. Inscr.1084.

Greek Monolingual

ἱμερόπνους, -ουν (Α)
αυτός που εμπνέει τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -πνους (< -πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. ηδύπνους].