ιππολεχής
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
Greek Monolingual
ἱππολεχής, -ές (Α)
(για τη Δηώ) αυτή που γέννησε ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. γηλεχής, πρωτολεχής].
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
ἱππολεχής, -ές (Α)
(για τη Δηώ) αυτή που γέννησε ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. γηλεχής, πρωτολεχής].