ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
ἱππολεχής, -ές (Α)(για τη Δηώ) αυτή που γέννησε ίππο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. γηλεχής, πρωτολεχής].