πρωτολεχής

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτολεχής Medium diacritics: πρωτολεχής Low diacritics: πρωτολεχής Capitals: ΠΡΩΤΟΛΕΧΗΣ
Transliteration A: prōtolechḗs Transliteration B: prōtolechēs Transliteration C: protolechis Beta Code: prwtolexh/s

English (LSJ)

πρωτολεχές, bringing forth first, Opp.H.4.197.

German (Pape)

[Seite 805] ές, zuerst gebärend, Opp. Hal. 4, 197.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτολεχής: -ές, πρώτην φορὰν γεννῶσα, Ὀππ. Ἁλ. 4. 197.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για γυναίκα) αυτή που γεννά για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρολεχής].