πρωτολεχής
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
English (LSJ)
πρωτολεχές, bringing forth first, Opp.H.4.197.
German (Pape)
[Seite 805] ές, zuerst gebärend, Opp. Hal. 4, 197.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτολεχής: -ές, πρώτην φορὰν γεννῶσα, Ὀππ. Ἁλ. 4. 197.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για γυναίκα) αυτή που γεννά για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρολεχής].