εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
ἱρόχθων, ό, ἡ (Α)επιγρ. αυτός που ανήκει σε ιερή γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱρο- + -χθων (< χθών, χθονός), πρβλ. ιππόχθων, πλουτόχθων].