ιρόχθων

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

ἱρόχθων, ό, ἡ (Α)
επιγρ. αυτός που ανήκει σε ιερή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱρο- + -χθων (< χθών, χθονός), πρβλ. ιππόχθων, πλουτόχθων].