ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
ἱρόχθων, ό, ἡ (Α)επιγρ. αυτός που ανήκει σε ιερή γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱρο- + -χθων (< χθών, χθονός), πρβλ. ιππόχθων, πλουτόχθων].