ισοστάδην

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

ἰσοστάδην (Α)
επίρρ. με ίση δύναμη, με ίση αντίσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + στάδην «σε όρθια στάση» (< ἵστημι), πρβλ. ορθοστάδην, συστάδην.