ιστοριοκρατία

From LSJ

Greek Monolingual

η
η αναγωγή όλων τών πολιτισμικών φαινομένων σε ιστορικά αίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο-κρατία, δημο-κρατία].