ιστόπους

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

ἱστόπους, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ἱστόποδες
τα δύο μακριά ξύλα του αργαλειού μεταξύ τών οποίων εκτείνεται καθέτως το ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -πους (< πούς), πρβλ. ναυσί-πους, πτερό-πους].