ισχνολέσχης
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
Greek Monolingual
ἰσχνολέσχης, ὁ (Μ)
λεπτολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -λέσχης (< λέσχη «τόπος συναθροίσεως»), πρβλ. πλατυλέσχης, στενολέσχης.