ιχνοβάτης

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

ἰχνοβάτης, ὁ (Α)
(για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που βαδίζει στα ίχνη κάποιου, ο ιχνηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακροβάτης, ορειβάτης.