κάζο

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

το
1. απρόοπτο και δυσάρεστο περιστατικό, πάθημα
2. περίπτωση, περιστατικό, ιδίως για μορφή νοσήματος («ο γιατρός πρώτη φορά αντιμετώπιζε τέτοιο κάζο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caso «περίπτωση, συμβάν» < λατ. casus < ρ. cado (cecidi-casum-caděre) «πέφτω»].