κάκια

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

και κακιά, η
1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια»)
2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή των σχέσεων μεταξύ φίλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά].