κάλλεα
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
German (Pape)
[Seite 1309] τά, = κάλλαια, VLL., vgl. Ael. N. A. 11, 26. 15, 1. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
-η (τά) :
seul. au pl., dat. irrég. καλλέοις;
jabot de coq.
Étymologie: cf. κάλλαιον.