κάλπικος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κάλπικος, -η, -ον) κάλπης
(για νομίσματα) κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, ψεύτικος
νεοελλ.
1. μτφ. για πρόσ. δολερός, κατεργάρης
2. φρ. α) «κάλπικος παράς» — άνθρωπος χωρίς καμιά αξία
β) «τον γνωρίζουν σαν κάλπικη δεκάρα» — είναι γνωστός σε πολλούς, είναι ευδιάκριτος σαν το κίβδηλο νόμισμα.