κάμακος

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source

Greek Monolingual

κάμακος, ὁ (AM) ράβδος, κοντάρι, πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κάμαξ
πρβλ. κόρακος (γεν. κοράκου) -κόραξ.